- χασμώμαι
- зевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… … Dictionary of Greek
χασμῶμαι — χασμάομαι yawn pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χασμάομαι yawn pres ind mp 1st sg χασμάομαι yawn pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) χασμάω pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) χασμάω pres ind mp 1st sg χασμάω pres subj mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
χασμούμαι — έομαι, Α (ποιητ. τ.) χασμώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. χασμῶμαι, κατά τα συνηρ. σε έω] … Dictionary of Greek
καταχασμώμαι — καταχασμῶμαι, άομαι (AM) 1. καταχάσκω*, ανοίγω το στόμα 2. καταγελώ 3. (για τα όσπρια) σπάζω, σκάω, ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χασμῶμαι «ανοίγω το στόμα, χάσκω»] … Dictionary of Greek
περιχασμώμαι — άομαι, Α χασμουριέμαι γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χασμῶμαι (< χάσμα)] … Dictionary of Greek
χάσμημα — το, ΝΑ [χασμῶμαι] νεοελλ. φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη τού στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής αρχ. το… … Dictionary of Greek
χάσμηση — η / χάσμησις, ήσεως, ΝΜΑ [χασμῶμαι] χασμουρητό μσν. γραμμ. χασμωδία … Dictionary of Greek
χαμώμαι — άομαι, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. χασμώμαι … Dictionary of Greek